- ξεγεννώ
- -άω1. γεννώ («υπολογίζει να ξεγεννήσει το καλοκαίρι»)2. βοηθώ ετοιμόγεννη να γεννήσει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεγεννώ — ξεγεννάω / ξεγεννώ, ξεγέννησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεγεννώ — ή ξεγεννάω ξεγέννησα, ξεγεννημένος 1. μτβ., βοηθώ ετοιμόγεννη γυναίκα να γεννήσει: Την ξεγέννησε η μαμή. 2. αμτβ., γεννώ, λευτερώνομαι: Ξεγέννησε καλά. 3. για ζώα κοπαδιού, παύω να γεννώ, τελειώνω την περίοδο της γέννας: Ξεγέννησαν όλα τα γίδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεγέννημα — το [ξεγεννώ] 1. το αποτέλεσμα τού ξεγεννώ, γέννηση 2. βοήθεια σε ετοιμόγεννη να γεννήσει … Dictionary of Greek
απογεννώ — (Α ἀπογεννῶ, άω) νεοελλ. 1. αποτελειώνω τον τοκετό, ξεγεννώ 2. παύω να γεννώ αρχ. γεννώ από κάτι, παράγω … Dictionary of Greek
εκμαιεύω — 1. ξεγεννώ επίτοκο 2. με πλάγια μέσα αποσπώ ομολογία ή συγκατάθεση … Dictionary of Greek
λοχεύω — (Α) [λόχος] 1. τίκτω, γεννώ («Νύμφη ἐλόχευσε Διὸς παῑδα»,Ύμν. Ερμ.) 2. (για πατέρα) αποκτώ τέκνο 3. (για γυναίκα κυοφορώ, είμαι έγκυος 4. (για μαία) βοηθώ την επίτοκο να γεννήσει, ξεγεννώ («ποῡ; τίς λοχεύει σ ; ἢ μόνη μοχθεῑς τάδε;» Ευρ.) 5.… … Dictionary of Greek
μαιεύω — και μαιεύομαι (AM μαιεύομαι) [μαία] 1. (για μαία και μαιευτήρα) βοηθώ επίτοκη να γεννήσει, ξεγεννώ 2. αποσπώ απάντηση ή ομολογία με τη μαιευτική τέχνη τού Σωκράτους, εκμαιεύω μσν. αρχ. μτφ. φέρνω στο φώς, εμφανίζω για πρώτη φορά αρχ. 1. ενεργώ ως … Dictionary of Greek
μαμμεύω — και μαμμεύγω (Μ) ξεγεννώ, βοηθώ μια γυναίκα να γεννήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαμμή «μαία» + κατάλ. εύ(γ)ω] … Dictionary of Greek
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ωδίς — η / ὠδίς, ῑνος, ΝΜΑ, και ὠδίν, ῑνος, Α (συν στον πληθ.) οι ωδίνες και αἱ ὠδῑνες οι πόνοι τού τοκετού μσν. επινόηση, εφεύρεση αρχ. 1. τέκνο που γεννιέται με πόνους («παῑδα, φιλτάτην ἐμοὶ ὠδῑνα», Αισχύλ.) 2. σφοδρός πόνος, οδύνη 3. επίπονο έργο τού … Dictionary of Greek